- χιονάτος
- η , ο1) белоснежный; 2) снежный, снеговой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χιονάτος — η, ο / χιονάτος, η, ον, ΝΜ 1. λευκός σαν το χιόνι, χιονώδης (α. «κλαδιά και τρόπαια και φτερά χιονάτα», Παλαμ. β. «ἐβλάστησεν ἡ κόρη πανεύμορφος καὶ εὐθαλής, ὡραία, χιονάτη», Διγεν. Ακρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η Χιονάτη πασίγνωστη ηρωίδα παιδικών… … Dictionary of Greek
χιονάτος — η, ο λευκός σαν το χιόνι, χιονόλευκος: Πέρασε τρέχοντας πάνω σε χιονάτο άλογο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κρυσταλλένιος — α, ο (Μ κρυσταλλένιος, α, ο) 1. αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο, κρυστάλλινος 2. διαυγής, διαφανής, λαμπρός 3. δροσερός, χιονάτος 4. κατασκευασμένος από κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + κατάλ. ένιος (πρβλ. βελουδ ένιος, μενεξεδ ένιος)] … Dictionary of Greek
νιφόεις — νοφόεις, εσσα, εν (Α) 1. γεμάτος χιόνι, χιονισμένος, χιονοσκεπής («νιφόεσσ Αἴτνα», Πίνδ.) 2. λευκός σαν το χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού νείφει «χιονίζει» + κατάλ. όεις (πρβλ … Dictionary of Greek
χιονικός — ή, όν, Α [χιών, χιόνος] 1. χιονάτος 2. κρυστάλλινος … Dictionary of Greek
χιονώδης — ες / χιονώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χιών, χιόνος] 1. γεμάτος χιόνια (α. «χιονώδης καιρός» β. «χειμὼν χιονώδης», Γεωπ. γ. «χιωνῶδες χωρίον», Πολυδ.) 2. όμοιος με χιόνι, χιονόλευκος, χιονάτος … Dictionary of Greek
χιόνεος — έα, ον, ΜΑ, και ιων. τ. θηλ. χιονέη Α όμοιος με χιόνι, χιονάτος, χιονώδης («χιονέα πρόσωπα», Ανθ. Παλ.) αρχ. αυτός που αποτελείται από χιόνι («χιόνεαι νιφάδες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. εος (πρβλ. χρύσ εος)] … Dictionary of Greek
χιόνινος — η, ο / χιόνινος, ίνη, ον, ΝΜΑ χιονάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek